ἀπευθυνόμενος

ἀπευθυνόμενος
ἀπευθῡνόμενος , ἀπευθύνω
make straight
pres part mp masc nom sg
ἀπευθῡνόμενος , ἀπευθύνω
make straight
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσλαλώ — έω, Α [λαλῶ] μιλώ απευθυνόμενος σε κάποιον ή μιλώ με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • Μάλκολμ X — (Malcolm Little “X”, Ομάχα, Νεμπράσκα 1925 – Νέα Υόρκη 1965). Αφροαμερικανός πολιτικός. Ήταν γιος του Ερλ Λιτλ, βαπτιστή ιεροκήρυκα και υποστηρικτή του απελευθερωτικού κινήματος των Αφροαμερικανών. Το 1926, ύστερα από απειλες της Κου Κλουξ Κλαν,… …   Dictionary of Greek

  • Σύλλας, Λεύκιος Κορνήλιος — (Lucius Cornelius Silla). Ρωμαίος πολιτικός και στρατηγός (138 π.Χ. 78 π.Χ.). Από ξεπεσμένη οικογένεια πατρικίων, ενδιαφέρθηκε για την πολιτική μόνο σε ηλικία 50 ετών· ως τότε τον απασχολούσαν μόνο οι διασκεδάσεις, αν και είχε καταλάβει και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”